Η ωραιότερη γιορτή του χρόνου, η γιορτή της χαράς και της αγάπης, είναι συνυφασμένη με τα παιδικά μας χρόνια, με γλυκές αναμνήσεις και πλημμύρα έντονων συναισθημάτων. Είναι η εποχή του έτους κατά την οποία το παλιό παραχωρεί τη θέση του στο καινούριο, μια στάλα χρόνου να φεύγει από τα χέρια μας, με λαμπρές τελετές και ξεχωριστές παραδόσεις που ζωντανεύουν και ξυπνούν όλες μας τις αισθήσεις. Σπίτια και γειτονιές στολίζονται για να υποδεχθούν την Άγια Νύχτα των Χριστουγέννων και τα τζάκια ανάβουν για να μην πλησιάζουν τα “τσιλικρωτά”, όπως είναι γνωστά στη Μάνη, οι γνωστοί καλικάντζαροι, γιατί τη φωτιά τη φοβούνται πολύ.
Οι Καλικάντζαροι ή Τσιλικρωτά είναι Ελληνική δοξασία «δαιμονίων», που εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου), όταν τα «νερά είναι αβάφτιστα». Βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους και να τους ανακατέψουν τα σπίτια, διότι είναι άτακτοι και τους αρέσουν τα παιχνίδια. Ζουν στον κάτω κόσμο, στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα). Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει, όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα.
Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι από ένα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι με ένα ματι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, με στραβό στόμα ή πρόσωπο, στραβά χέρια, ξεπλατισμένοι, και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους».
Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση. Είναι κακά και πονηρά όντα όμως δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους, παρά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λενε σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατρουλήδες κ.λ.π.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια, κάνοντας μεγάλη φασαρία και ό,τι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή τους παρασύρουν σε χορό, όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους. Μπαίνουν στα σπίτια, μαγαρίζουν την κουζίνα, σκορπούν το αλεύρι, την τέφρα από το τζάκι και αρπάζουν ό,τι βρουν. Όταν οι νοικοκυρές έψηναν τηγανίδες (λαλάγγια), τα τσιλικρωτά τις λιγουρεύονται και ανεβαίνουν αθόρυβα στην καπνοδόχο . Επειδή όμως είναι ψηλά και δεν φτάνουν από τον εκνευρισμό τους κατουράνε μέσα στο τηγάνι. Τότε το λάδι αρχίζει να τσιτσιρίζει, να χύνεται και η φωτιά σβήνει. Τη δε στάχτη που έχουν κατουρήσει δεν την χρησιμοποιούν για μπουγάδα οι γυναίκες , παρά την σκορπούν στα χωράφια για να διώξουν τα υπόλοιπα αερικά και τελώνια.
Τα Θεοφάνεια επιστρέφουν στα έγκατα της γης γιατί φοβούνται τον αγιασμό αφού όποιος βραχεί με αγιασμένο νερό αφανίζεται. Όταν βλέπουν τον παπά να αγιάζει εξαφανίζονται φωνάζοντας:
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»